- εὐμενέοντες
- εὐμενέωto be graciouspres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐμενέοντες — Εὐμενέω to be gracious pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμενώ — εὐμενῶ, έω (Α) [ευμενής] 1. είμαι ευμενής, ευνοϊκός («εὐμενέοι τιτὰν Φαέθων», Οππ.) 2. φέρομαι με ευμένεια, με καλοσύνη σε κάποιον («εὐμενέοντες ἀνεψιόν», Πίνδ.) 3. παθ. εὐμενοῡμαι πάπ. παρέχω ευμένεια, έχω ευνοϊκή διάθεση, συμπεριφέρομαι ευμενώς … Dictionary of Greek